- αφλογιστία
- η осечка;
παθαίνω αφλογιστία — давать осечку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παθαίνω αφλογιστία — давать осечку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφλογιστία — η η μη ανάφλεξη του καψουλιού ή της γόμωσης όπλου, πυροβόλου κτλ.: Πίεσε τη σκανδάλη, αλλά το όπλο έπαθε αφλογιστία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφλογιστία — η το να μην αναφλεγεί καψούλι ή γόμωση όπλου παρά την πυροδότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφλόγιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
βραδυφλογία — η προσωρινή αφλογιστία ή επιβράδυνση στη λειτουργία καψυλίου, πυροκροτητή ή προωθητικού γεμίσματος όπλου κατά τη βολή … Dictionary of Greek